σχίσμα

σχίσμα
Η διάσταση ομάδων πιστών από τη θρησκευτική τους κοινότητα. Με την έννοια αυτή το σ. συναντιέται σε διάφορες θρησκείες, όπως στο βουδισμό, στον τζαϊνισμό, στον ιουδαϊσμό και στον ισλαμισμό. Στο χριστιανισμό δείχνει, ιδιαίτερα, διαφωνία που οφείλεται κυρίως σε αίτια πειθαρχικής και λειτουργικής τάξης. Το σ. δεν πρέπει όμως να συγχέεται με την αίρεση*, η οποία, όπως είναι γνωστό, ξεκινά από πιο βαθιές παρεκκλίσεις διδασκαλικής και δογματικής τάξης. Στο χριστιανισμό όμως των πρώτων αιώνων, σ. και αίρεση ήταν έννοιες ταυτόσημες· άλλωστε, τα όρια των δύο αυτών φαινόμενων δεν είναι σαφή γιατί και οι αιρετικοί και οι σχισματικοί τηρούν την ίδια στάση στη σχέση τους προς την Εκκλησία, από την οποία αποκλείονται. Το σ. αποτέλεσε μια απ’ τις πιο δύσκολες και δραματικές στιγμές στο περιβάλλον της ιστορικής ανάπτυξης του χριστιανισμού. Στις αρχές είχε χαρακτήρα και έκταση περιορισμένα και αρκεί να θυμηθούμε τη διαφωνία που προκλήθηκε από το Ρωμαίο ιερέα Ιππόλυτο και από το Νοβατιανό στη Ρώμη κατά τα μέσα του 3ου αι., τη διαφωνία του Δονάτου και των οπαδών του, των δονατιστών, μισό αιώνα αργότερα, και τη διαφωνία του Μελιτίου της Λυκόπολης στην Αίγυπτο, που είχε την αρχή της στο ζήτημα των πεπτωκότων, αυτών δηλαδή που είχαν αρνηθεί τη πίστη τους, το οποίο διάρκεσε τρεις αιώνες. Αποφασιστικό για τη ζωή της Εκκλησίας υπήρξε, αντίθετα, το σ. Ανατολής και Δύσης που διέσπασε σε δυο γιγάντιους κορμούς τη χριστιανική ενότητα και αποτέλεσε το θλιβερό επίλογο σκληρών και οξειών διενέξεων σχετικών με ζητήματα δογματικής και πειθαρχίας, όπως π.χ. η λατρεία των εικόνων που υπεράσπιζε η Ρώμη και αντιμάχονταν οι εικονομάχοι της Κωνσταντινούπολης, το πρωτείο του πάπα. στο οποίο αντιθετόταν οι Ανατολικοί, η εφαρμογή της νηστείας και το πρόβλημα της αγαμίας του κλήρου, το καθαυτό θεολογικό ζήτημα της εκπόρευσης του Αγίου* Πνεύματος όχι μόνο από τον Πατέρα, αλλά και από τον Υιό (που εκφράζεται με το περίφημο «Filioque») που η Ρώμη είχε εισαγάγει στο Σύμβολο της Πίστης και που οι Ανατολικοί αρνιόντουσαν, η χρήση του άζυμου άρτου στη θεία Ευχαριστία από τους Λατίνους και του ένζυμου από τους Ορθόδοξους. Αυτά ήταν προβλήματα που δεν ήταν άλυτα τότε, αλλά στη βάση της διαφωνίας υπήρχαν θεμελιώδεις πολιτικές διαφορές μεταξύ Ρώμης και Κωνσταντινούπολης. Οι αρχές του σ. εμφανίστηκαν επί πατριάρχου Φωτίου*, τον 9o αι., αλλά το σ. έγινε οριστικό το 1054 επί πατριάρχου Μιχαήλ Κηρουλάριου. Ο Κηρου-λάριος αφορίστηκε στο Ναό της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη από μια επιτροπή Ρωμαίων ιεραρχών, που είχαν σταλεί εκεί από τον πάπα Λέοντα θ’ με σκοπό να επιβάλουν το πρωτείο του πάπα. Αλλά ο λαός εξεγέρθηκε, οι ιεράρχες αναγκάστηκαν να δραπετεύσουν από την πόλη, ενώ μια Σύνοδος που συγκλήθηκε από τον ίδιο τον Κηρουλάριο αφόρισε με τη σειρά της τον πάπα, επικυρώνοντας έτσι ένα σ. που διαρκεί ακόμα, αν και το ανάθεμα άρθηκε και από τις δυο Εκκλησίες και προσπάθειες καταβλήθηκαν από τον πάπα Παύλο ΣΤ’ και τον πατριάρχη Αθηναγόρα για γεφύρωση του χάσματος. Ένα νέο, σοβαρό σ. (το λεγόμενο «σ. της Δύσης»), έγινε το 1378 όταν, μετά το θάνατο του Γρηγόριου IA’, που είχε ξαναμεταφέρει στη Ρώμη την παπική έδρα από την Αβινιόν, οι Ρωμαίοι θέλησαν να εκλέξουν δικό τους πάπα, στο πρόσωπο του Ουρβανού ΣΤ’. Το κολέγιο των καρδινάλιων, που διαφωνούσαν και υποστήριζαν τους Γάλλους, αντέταξε στον πρώτο ένα δικό του υποψήφιο, τον Κλήμη Z’, προκαλώντας έτσι στους κόλπους της Εκκλησίας αναταραχές και διαμάχες. Την κρίση δεν κατάφερε να ανακόψει ούτε ένας τρίτος πάπας, ο Αλέξανδρος E’, που εκλέχτηκε από μια νέα συνέλευση καρδινάλιων, η οποία είχε συνέλθει στην Πίζα το 1409· μόνο μερικά χρόνια αργότερα το σ. έληξε, όταν στη Σύνοδο της Κωνσταντίας, που συνήλθε το 1414, καθαιρέθηκαν και οι τρεις εν ενεργεία τότε πάπες και το 1417 ονομάστηκε στη θέση τους και αναγνωρίστηκε ως νόμιμος πάπας ο Μαρτίνος E’. Μετά την προτεσταντική Μεταρρύθμιση νέα σ., αλλά μικρότερης ευρύτητας και σημασίας, τάραξαν τη ζωή της Καθολικής Εκκλησίας. Τέτοια ήταν το σ. των Ολλανδών ιανσενιστών της Εκκλησίας της Ουτρέχτης, που εξέλεξαν δικό τους επίσκοπο, και το σ. των παλαιοκαθολικών, μιας γερμανικής κοινότητας που χωρίστηκε από τη Ρώμη μη θέλοντας να παραδεχτεί το δόγμα του παπικού αλάθητου, που διατυπώθηκε από την A’ Σύνοδο του Βατικανού.
* * *
το, ΝΜΑ [σχίζω]
1. το αποτέλεσμα τού σχίζω, οπή
2. μτφ. διάσταση απόψεων, διχογνωμία, διάσπαση
3. εκκλ. ο χωρισμός μιας ομάδας πιστών από την ενότητα τού εκκλησιαστικού σώματος για λόγους άσχετους προς το περιεχόμενο τής ορθής πίστεως, δηλαδή για λόγους κανονικής τάξεως ή φιλοδοξίας
νεοελλ.
ανατ. ονομασία διαφόρων σχισμοειδών τμημάτων
νεοελλ.-μσν.
φρ. «σχίσμα εκκλησιών»
(εκκλ. ιστ.) η ρήξη στους κόλπους τής χριστιανικής Εκκλησίας και η διάσπασή της, σε Ανατολική και Δυτική, η οποία άρχισε τον 9ο και ολοκληρώθηκε τον 11ο αιώνα
αρχ.
1. η διαίρεση τών χηλών διαφόρων ζώων, όπως λ.χ. τής καμήλας
2. το αυλάκι που ανοίγει το αλέτρι, αυλακιά
3. ιατρ. η μήτρα
4. (κατά τον Ησύχ.) ονομασία χορευτικού σχήματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σχίσμα — cleft neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σχίσμα — Sp Schizmà Ap Σχίσμα/Schisma L Graikija (Kreta) …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • σχίσμα — το, ατος 1. ρωγμή, σχισμή. 2. διάσταση, διακοπή σχέσεων. 3. διάσπαση του χριστιανισμού σε ανατολική και δυτική Εκκλησία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σχισμάς — σχισμά̱ς , σχισμή cleft fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχισμάτων — σχίσμα cleft neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχίσμασι — σχίσμα cleft neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχίσμασιν — σχίσμα cleft neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχίσματα — σχίσμα cleft neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχίσματι — σχίσμα cleft neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχίσματος — σχίσμα cleft neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”